μεταβιβασμός

μεταβιβασμός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μεταβιβασμός" в других словарях:

  • μεταβιβασμός — ο μεταβίβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταβιβάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»