μεταβιβασμός
Смотреть что такое "μεταβιβασμός" в других словарях:
μεταβιβασμός — ο μεταβίβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταβιβάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek
μεταβιβασμός — ο μεταβίβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταβιβάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek